- βιαιοθανασία
- βιαιοθανασίᾱ , βιαιοθανασίαviolent deathfem nom/voc/acc dualβιαιοθανασίᾱ , βιαιοθανασίαviolent deathfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιαιοθανασίας — βιαιοθανασίᾱς , βιαιοθανασία violent death fem acc pl βιαιοθανασίᾱς , βιαιοθανασία violent death fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθανασίαν — βιαιοθανασίᾱν , βιαιοθανασία violent death fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)